Αφήστε τα παιδιά να παίξουν (ή Όταν το παιδί παίζει)

«Όταν παίζω είναι σαν να σταματάει ο χρόνος. Το πριν και το μετά λίγη σημασία έχουν, μπροστά στο τώρα που με παρασέρνει το παιχνίδι…», θα μας έλεγε ένα παιδί. Για τα παιδιά το κάθε τι μπορεί να αποτελέσει αφορμή για παιχνίδι και αντιστέκονται, όταν κάποιος πάει να τους διακόψει.

«Όταν παίζω είναι σαν να σταματάει ο χρόνος. Το πριν και το μετά λίγη σημασία έχουν, μπροστά στο τώρα που με παρασέρνει το παιχνίδι…», θα μας έλεγε ένα παιδί. Για τα παιδιά το κάθε τι μπορεί να αποτελέσει αφορμή για παιχνίδι και αντιστέκονται, όταν κάποιος πάει να τους διακόψει.

 

Σύμφωνα με την Ψυχαναλυτική θεωρία, η οποία άλλωστε προέρχεται από την παλιά θεωρία της «Κάθαρσης» (βλ. Έλληνες τραγικοί), το παιχνίδι γίνεται αντιληπτό ως η προσπάθεια του παιδιού για συμφιλίωση με τα συγκινησιακά του βιώματα και τη διαχείριση του άγχους του, κυρίως, με συμβολικό τρόπο (Hoxter, 1996).

 

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τη Συμπεριφοριστική θεωρία, παρατηρώντας πειραματικά το παιχνίδι των παιδιών, αυτό ορίζεται ως μια άλλοτε μιμητική, άλλοτε εξωτερικά και περιβαλλοντικά καθοριζόμενη δράση, μέσω της οποίας αποσκοπεί το παιδί να μάθει, να αναζητήσει, να ικανοποιηθεί (Αντωνιάδης, 1994).

 

Τέλος, σύμφωνα με τη Γνωστική θεωρία, η οποία ασχολήθηκε με το παιχνίδι ως κοινωνικό και ως ιστορικό φαινόμενο, αναγνωρίζονται οι περιβαλλοντικοί και οι βιολογικοί παράγοντες ως σημαντικές επιρροές στο παιχνίδι του παιδιού, δίνοντας ταυτόχρονα ιδιαίτερη έμφαση στη διεργασία των συμβόλων και των νοημάτων του (Αντωνιάδης, 1994).

 

Μέσα από τα μάτια της προσωποκεντρικής προσέγγισης, το παιχνίδι είναι όλα αυτά, αλλά και κάτι παραπάνω. Είναι ο χώρος ανάπαυσης του ανθρώπου, ο χώρος ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω», ο χώρος όπου συναντιούνται οι δύο πραγματικότητες και γίνονται μία (Winnicott, 1971). Μέσω του παιχνιδιού, το παιδί δημιουργεί μια διαλεκτική σχέση με τον κόσμο, όπου επεξεργάζεται και εσωτερικεύει ό,τι χρειάζεται από το περιβάλλον του και, ταυτόχρονα, εξωτερικεύει και συνδέει τον εσωτερικό του κόσμο με την πραγματικότητα του περιβάλλοντός του (Braun, 1991).

 

Άλλωστε, πέραν της αποδοχής που έχει ανάγκη το παιδί από το περιβάλλον του, αποτελεί επίσης ανάγκη να αποδεχτεί και το ίδιο το παιδί το περιβάλλον του, ώστε να προσαρμόζεται και να βρίσκει κάθε φορά ταιριαστούς τρόπους να λειτουργήσει η τάση πραγμάτωσής του (Rogers & Sanford, 1989). Αυτή η διαδικασία στην παιδική ηλικία πραγματοποιείται μέσω του παιχνιδιού, όπου το παιδί βρίσκει και διαπραγματεύεται τα όριά του, μαθαίνει τον εαυτό του και διαμορφώνει την προσωπικότητά του (Αντωνιάδης, 1994). Επίσης, καθώς παίζει, εμπλουτίζει το συναισθηματικό του κόσμο και τη συνολικότερη εμπειρία του (Κοτσακώστας/Καρανταΐδου/Μιχαλόπουλος, 2000).

 

Ως αποτέλεσμα, διευρύνεται το αντιληπτικό του πεδίο, μιας και το παιχνίδι είναι η φυσική γλώσσα του παιδιού, η οποία συμβάλλει στη συμβολοποίηση των εμπειριών του, δίνοντάς τους έτσι νόημα και αξία (Mearns & Thorne, 2000). Με άλλα λόγια, φέρνει τον κόσμο στα μέτρα του και γίνεται μέλος της κοινωνίας.

 

Συνεπώς, το παιδί που δεν έχει το χρόνο ή την ευκαιρία να παίξει θα παρουσιάσει προβλήματα στην ανάπτυξη και την κοινωνικοποίησή του. Το παιχνίδι είναι μια διαδικασία αγωγής, μια αναγκαία αυτo-εκπαίδευση. Μέσα από το παιχνίδι το παιδί ασκεί τις αισθήσεις του, αποκτά πλούσιες εμπειρίες και παραστάσεις, εμπλουτίζει το συναίσθημά του, διεγείρει τη φαντασία του, εξασκείται στο να σκέφτεται, να κρίνει, να σχεδιάζει.

 

Η αναγκαιότητα και η παιδαγωγική αξία του παιχνιδιού είχε τονιστεί στην αρχαιότητα από τον Πλάτωνα, αλλά και από μεταγενέστερους παιδαγωγούς όπως ο Montaigne, o Rousseau και άλλοι (Κοτσακώστας/Καρανταΐδου/Μιχαλόπουλος, 2000).

 

Συνοψίζοντας, γίνεται αντιληπτό ότι το παιχνίδι είναι μια ουσιαστική δραστηριότητα στη ζωή του κάθε παιδιού, γιατί συμβάλλει ουσιαστικά στη συγκρότηση της υποκειμενικότητας και της προσωπικότητάς του. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι το παιχνίδι όχι μόνο αποτελεί μια ουσιαστική λειτουργία στη ζωή του παιδιού, αλλά καθοδηγεί και την ανάπτυξή του.

 

Ως ενήλικες, έχουμε την ευκαιρία να συναντηθούμε με τα παιδιά μέσω του παιχνιδιού και να γίνουν οι οδηγοί μας για μια υγιή και ισότιμη σχέση (Αντωνιάδης, 1994), επιτρέποντάς τους να αναπτυχθούν ομαλά ως προς αυτό που τους ταιριάζει περισσότερο.

 

Κλείνοντας, αντί επιλόγου παρατίθενται δυο ενδεικτικά αποφθέγματα για το ρόλο και τη σημασία του παιχνιδιού στην παιδική ηλικία, αλλά και για όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου.

 

 

«Σε μια ώρα παιχνιδιού μπορεί κανείς να ανακαλύψει περισσότερα πράγματα

για ένα πρόσωπο παρά σε ένα χρόνο συζήτησης»

Πλάτωνας

 

 

«Ο άνθρωπος παίζει μόνο εκεί που είναι άνθρωπος, με όλη τη σημασία της λέξης,

και μόνο εκεί που μπορεί να παίζει είναι πραγματικά άνθρωπος»

Friedrich Schiller

 

 

 

*Αντωνιάδης, Α., (1994) Το παιχνίδι, University Studio Press, Θεσσαλονίκη.

* Κοτσακώστας Μ., Καρανταΐδου Στ., Μιχαλόπουλος Γ., Σωμαράκης Σ., (2000)

Το παιχνίδι στη Θεωρία του Vygotsky, στο Virtual Scholl, The sciences of Education Online, τόμος 2, τεύχος 1, Μάιος του 2000. http://www.auth.gr/virtualschool/2.1/Praxis/Kotsakosta.html 

*Hoxter S., (1996) Παιχνίδι και Επικοινωνία στο: Μπόστον Μ. και Ν. Ντολ (επιμ.) Ο ψυχοθεραπευτής του παιδιού. Προβλήματα που αντιμετωπίζουν παιδιά και Νεαρά άτομα (μτφ. Τσαρμακλή Δ. και Ι. Τετέρη), Καστανιώτης, Αθήνα.

*Mearns, D. & Thorne, B. (2000). Person-centered therapy today: New frontiers in theory and practice. London: Wiley.

*Rogers, C. R., & Sanford R. C., (1989). Client-centered psychotherapy. In H. I. Kaplan & B. J. Sadock (Eds) Comprehensive textbook of psychiatry (Vol. V. pp.1482-1501). Baltimore: Williams & Wilkins.

*Rubhiter, R. (1959). Motivation reconsidered: the concept of competence. Psychology Review, 66-315.

 

0
Feed

Γράψτε ένα σχόλιο